συμφράκτωρ

συμφράκτωρ
-ορος, ὁ, Α
αυτός που εξαναγκάζει κάποιον να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. coactor «εισπράκτορας, αυτός που εξαναγκάζει» (< cogo «συλλέγω, αναγκάζω»). Κατά μία άποψη, ο τ. θα έπρεπε να διορθωθεί σε συμπράκτωρ «βοηθός, συνεργός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”